
Από την 1η Ιανουαρίου 2027, η ελληνική αγορά καυσίμων αναμένεται να δεχθεί νέο κύμα επιβαρύνσεων λόγω της εφαρμογής του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών II (ΣΕΔΕ II), το οποίο επεκτείνεται πλέον στις οδικές μεταφορές, τη θέρμανση και τις μικρομεσαίες βιομηχανίες.
Όπως αναφέρει στο Newmoney ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ) και διευθύνων σύμβουλος της ΕΛΙΝΟΙΛ, Γιάννης Αληγιζάκης, η εφαρμογή του μέτρου θα οδηγήσει σε μια κατ΄εκτίμηση νέα επιβάρυνση της τάξης των 45 ευρώ ανά τόνο CO₂, μεταφραζόμενη σε ετήσιο κόστος 800 εκατ. ευρώ για τους Έλληνες καταναλωτές.
«Εάν δεν μειωθεί ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης, κάτι για το οποίο δίνει την δυνατότητα η ΕΕ -και κάνουν και άλλα κράτη μέλη- αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει πει κουβέντα η ελληνική κυβέρνηση, τότε μιλάμε για μεγάλες αυξήσεις που πλήττουν όλα τα καύσιμα καθώς το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων επεκτείνεται στην οικιακή θέρμανση και στις μεταφορές» αναφέρει ο επικεφαλής της ΕΛΙΝΟΙΛ.
Η Ελλάδα έχει ήδη από τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις στα καύσιμα στην Ευρώπη. Το νέο αυτό μέτρο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ακόμη έμμεσος φόρος λένε οι εκπρόσωποι του κλάδου, που θα πλήξει τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Από μία οπτική, η πολιτική αυτή είναι ορθή καθώς με τον τρόπο αυτό θα μειωθεί η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων. Όμως, αυτό κατά τον κ. Αληγιζάκη, το οποίο ανέλυσε και στους μετόχους στην πρόσφατα τακτική γενική συνέλευση, σημαίνει ότι τα καύσιμα στην Ελλάδα που είναι ήδη επιβαρυμένα με τους υψηλότερους φόρους στην ΕΕ και δασμούς που αποτελούν το 60% της αξίας, θα επιβαρυνθούν με ένα ακόμα υψηλό ποσό που θα πλήξει τον Έλληνα καταναλωτή, αλλά θα μειώσει και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.