
Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, δήλωσε ότι η κυβέρνησή του δεν πρόκειται να εγκρίνει τον νέο επταετή προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν δεν αποδεσμευτούν πρώτα όλα τα ευρωπαϊκά κονδύλια που έχουν ανασταλεί για τη χώρα του. Η έγκριση του προϋπολογισμού απαιτεί ομοφωνία μεταξύ των κρατών-μελών, γεγονός που δίνει στην Ουγγαρία τη δυνατότητα να ασκήσει πίεση.
Η ΕΕ έχει «παγώσει» δισεκατομμύρια ευρώ σε χρηματοδοτήσεις προς την Ουγγαρία, επικαλούμενη ανησυχίες για το κράτος δικαίου, τις πολιτικές περιορισμού των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και τις μεταναστευτικές πρακτικές της κυβέρνησης Όρμπαν. Οι εντάσεις μεταξύ Βουδαπέστης και Βρυξελλών έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια, με τον Ούγγρο πρωθυπουργό να κατηγορεί την ΕΕ για παρεμβατισμό και πολιτική προκατάληψη.
Κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη ρουμανική πόλη Μπάιλε Τούσναντ, ο Όρμπαν υποστήριξε ότι η ΕΕ σχεδιάζει να επιβάλει μια «φιλο-ουκρανική και υπέρ των Βρυξελλών» κυβέρνηση στην Ουγγαρία ενόψει των εθνικών εκλογών του 2026. Παράλληλα, επέκρινε την ευρωπαϊκή στήριξη προς την Ουκρανία, υποστηρίζοντας ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι διοχετεύονται αδικαιολόγητα προς το Κίεβο, ενώ οι Ούγγροι αγρότες διαμαρτύρονται για την επιβίωσή τους.
Ο Όρμπαν εξέφρασε επίσης την αντίθεσή του στην εμπορική πολιτική της ΕΕ, προβλέποντας ότι η τρέχουσα ηγεσία οδηγεί την Ένωση σε έναν εμπορικό πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον οποίο η Ευρώπη δεν μπορεί να κερδίσει. Χαρακτήρισε τις συμφωνίες της ΕΕ με τις ΗΠΑ ως «χειρότερες» και κάλεσε σε αλλαγή της ηγεσίας των ευρωπαϊκών θεσμών.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αναμένεται να συναντηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στη Σκωτία, με στόχο την επίτευξη πλαισίου εμπορικής συμφωνίας. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιείται σε μια περίοδο που η Επιτροπή έχει προτείνει νέο προϋπολογισμό ύψους 2 τρισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2028–2034, με έμφαση στην οικονομική ανταγωνιστικότητα και την άμυνα.
Η στάση της Ουγγαρίας αναδεικνύει τις βαθιές διαιρέσεις εντός της ΕΕ και θέτει υπό αμφισβήτηση την ικανότητα του μπλοκ να προχωρήσει ενιαία σε κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.